συγκοινωνώ — συγκοινωνῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. συνδέομαι με κάτι άλλο, έχω επικοινωνία («τα δωμάτια δεν συγκοινωνούν») 2. έχω συγκοινωνία με έναν άλλο τόπο με τη βοήθεια χερσαίου, θαλάσσιου ή εναέριου συγκοινωνιακού μέσου («η Αθήνα συγκοινωνεί με την Κρήτη… … Dictionary of Greek
κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… … Dictionary of Greek
Μπρετόν, Αντρέ — (Andres Breton, Τινσεμπρέ 1896 – Παρίσι 1966). Γάλλος συγγραφέας. Η καλλιτεχνική του προσωπικότητα διαμορφώθηκε από τους συμβολιστές ποιητές. Σπούδασε ιατρική και απέκτησε μια πρώτη εμπειρία των θεωριών του Φρόιντ ως στρατιωτικός γιατρός. Μετά… … Dictionary of Greek
συγκοινωνώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: συγκοινωνώ : η λόγια μτχ. ενεστώτα διατηρείται στην έκφραση συγκοινωνούντα δοχεία … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υδροστάθμη — η 1. η ανώτερη επιφάνεια όγκου νερού, το ύψος του νερού σε χώρο (δοχείο, δεξαμενή κτλ.). 2. τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που λειτουργεί με νερό το οποίο ισορροπεί σε συγκοινωνούντα αγγεία, για την επίτευξη της οριζοντιότητας ή του κατακόρυφου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)